- λεξικολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικολογία.επίρρ...λεξικολογικώς και -άμε λεξικολογικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ευστάθιο Σταθόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.